αντιβουίζω

αντιβουίζω
αντιβουίζωβοώ (α) αμετ. отдаваться эхом, раздаваться гулко; гудеть, звенеть

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αντιβουίζω" в других словарях:

  • αντιβουίζω — αντιβουίζω, αντιβούιξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αντιβουίζω — βουίζω κι εγώ, αντηχώ, αντιλαλώ …   Dictionary of Greek

  • αντιβουίζω — βούισα, αντηχώ: Αντιβούιζαν οι λαγκαδιές από το ντουφεκίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιβοΐζω — βλ. αντιβουίζω …   Dictionary of Greek

  • ηχοβολώ — άω παράγω ήχο, αντηχώ, αντιλαλώ, ηχολογώ, αντιβουίζω («κι ηχοβολάει βροντόφωνα κατά το μαύρο κάστρο», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αντι βολώ, πυρο βολώ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»